Πότε η γενική αίματος μπορεί να δώσει ενδείξεις καρκίνου

Η γενική εξέταση αίματος είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα και θεμελιώδη διαγνωστικά εργαλεία στην ιατρική πρακτική, προσφέροντας εκτενείς πληροφορίες για την υγεία του ασθενούς. Παρέχει βασικά δεδομένα για τα διαφορετικά συστατικά του αίματος, όπως τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια.
Παρότι από μόνη της η εξέταση δεν μπορεί να διαγνώσει άμεσα τον καρκίνο, τα αποτελέσματα μπορούν να υποδείξουν ανωμαλίες που ενδέχεται να συνδέονται με παρουσία κακοηθειών, κατευθύνοντας σε περαιτέρω εξειδικευμένες εξετάσεις και κλινική διερεύνηση.
Η αναιμία, μια κατάσταση όπου τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης ή των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι χαμηλά, μπορεί να υποδεικνύει πιθανή παρουσία καρκίνου. Σε πολλές περιπτώσεις, η αναιμία προκύπτει από χρόνια αιμορραγία, συχνά λόγω καρκίνων εντός του πεπτικού συστήματος, όπως του παχέος εντέρου ή του στομάχου.
Η αδιόρατη ή χρόνια απώλεια αίματος μειώνει σταδιακά τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης, ένα σημείο που παρατηρείται εύκολα σε μια γενική εξέταση αίματος. Αυτό το εύρημα μπορεί να οδηγήσει τους κλινικούς ιατρούς να προχωρήσουν σε περαιτέρω διερεύνηση, όπως κολονοσκόπηση ή αιματολογικές δοκιμές, για να εντοπιστεί η αιτία της αναιμίας και να αποκλειστεί ή να επιβεβαιωθεί η παρουσία κακοήθειας.
Οι αλλαγές στον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων είναι επίσης κρίσιμες ενδείξεις που μπορούν να υποδηλώσουν την ύπαρξη καρκίνου. Παθήσεις όπως οι λευχαιμίες συχνά εκδηλώνονται με ανωμαλίες στον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, είτε ως λευκοκυττάρωση (υψηλός αριθμός) είτε ως λευκοπενία (χαμηλός αριθμός).
Η ανώμαλη αύξηση ή μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να δείχνει ότι τα κύτταρα του αίματος αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα, ένα γνωστό χαρακτηριστικό κακοήθειας. Όταν υπάρχει υποψία, οι γιατροί συχνά συνιστούν περαιτέρω εξετάσεις, όπως κυτταρογενετικές ή μοριακές αναλύσεις, για να επιβεβαιώσουν ή να αποκλείσουν διαγνώσεις καρκίνου.
Η θρομβοκυττάρωση, ή η αυξημένη παρουσία αιμοπεταλίων στο αίμα, είναι άλλη μία σημαντική κατάσταση που μπορεί να προκύψει από την γενική εξέταση αίματος και να υποδηλώνει καρκίνο. Σε ορισμένες μορφές καρκίνου, ιδιαίτερα στους πνεύμονες και στις ωοθήκες, παρατηρείται αυξημένη παραγωγή αιμοπεταλίων.
Το εύρημα αυτό συχνά απαιτεί περαιτέρω αξιολόγηση για να διερευνηθεί η πιθανότητα νεοπλασματικών διεργασιών. Οι γιατροί μπορεί να παραπέμψουν τον ασθενή για άλλες εξετάσεις ή υπερηχογραφικές αξιολογήσεις ώστε να διαπιστωθεί η παρουσία ή μη κακοήθειας.
Η γενική εξέταση αίματος μπορεί επίσης να προκαλέσει υποψίες για καρκίνο μέσω της αύξησης δεικτών φλεγμονής, όπως οι τιμές της ταχύτητας καθίζησης ερυθρών (ESR) και η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP). Παρόλο που αυτοί οι δείκτες δεν είναι συγκεκριμένοι για κακοήθειες, η εμμένουσα αύξησή τους μπορεί να υποδεικνύει ενεργό φλεγμονώδη διαδικασία στον οργανισμό, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις σχετίζεται και με καρκινογένεση.
Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις λεμφωμάτων ή άλλων αιματολογικών νεοπλασμάτων, οι φλεγμονώδεις δείκτες μπορεί να παραμείνουν αυξημένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν όλες οι άλλες κλινικές παράμετροι εμφανίζονται φυσιολογικές. Η αξιολόγηση αυτών των δεικτών σε συνδυασμό με άλλα κλινικά στοιχεία μπορεί να βοηθήσει τον γιατρό να κατευθύνει τη συνέχεια των εξετάσεων.
Μια γενική αίματος μπορεί να λειτουργήσει ως αρχική ένδειξη, ωστόσο για την επιβεβαίωση μιας υποψίας καρκίνου απαιτούνται περαιτέρω διαγνωστικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, η ανεύρεση ανωμαλιών στην κυτταρογενετική δομή των κυττάρων του αίματος ή διαταραχές στα χρωμοσώματα μπορεί να αποτελούν σοβαρά σημεία υπαινιγμού για την παρουσία αιματολογικών καρκίνων.
Επίσης, άλλες τεχνικές, όπως η μοριακή ανάλυση και η ανίχνευση γενετικών ανωμαλιών στα κύτταρα, είναι ζωτικής σημασίας για την ακριβή διάγνωση και προφίλ του καρκίνου.
Παρόλο που η γενική εξέταση αίματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ειδικές διαγνωστικές εξετάσεις, η σημασία της έγκαιρης ανάλυσης και ερμηνείας των ευρημάτων είναι αδιαμφισβήτητη.
Οι αλλαγές που παρατηρούνται μπορούν να αποτελέσουν τα πρώτα σημάδια που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω έλεγχο και, τελικά, στην έγκαιρη διάγνωση ενός σοβαρού νοσήματος. Η έγκαιρη επέμβαση και η δρομολόγηση των απαραίτητων εξετάσεων μπορεί να αποβεί καθοριστικής σημασίας στην επιβίωση και στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Συνολικά, η γενική αίματος αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στην καθημερινή κλινική πράξη. Αν και δεν μπορεί να επιφέρει τη διάγνωση του καρκίνου από μόνη της, τα ευρήματά της μπορούν να αποκαλύψουν σημαντικές πληροφορίες που να υποδηλώνουν την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης.
Αυτά περιλαμβάνουν την παρουσία αναιμίας, διαταραχές στα λευκά αιμοσφαίρια, αυξημένα ή μειωμένα αιμοπετάλια και δείκτες φλεγμονής. Με την προσεκτική αξιολόγηση και την κατάλληλη συνέχεια, αυτές οι ενδείξεις μπορεί να οδηγήσουν στην έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση σοβαρών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου.
Έτσι, η γενική εξέταση αίματος παραμένει ένα αναπόσπαστο και πολύτιμο εργαλείο στη διαγνωστική αντίληψη και στη διαχείριση της υγείας.
Μαρία Καπαρέλου, Παθολόγος – Ογκολόγος, Επιμελήτρια Ογκολογικής Ομάδας ΙΑΣΩ Γενική Κλινική
Κωνσταντίνος Γιάννακας, Αιματολόγος, Επιμελητής Ογκολογικής Ομάδας ΙΑΣΩ Γενική Κλινική