Λίγα λόγια για την Οστεοπόρωση

Η οστεοπόρωση είναι μία πάθηση με παγκόσμια εξάπλωση. Προσβάλλει περισσότερο τις γυναίκες (περίπου 80%) αλλά και (σε διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό) τους άνδρες κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας (περίπου 20%). Προσβάλλει όλες τις φυλές και έχει αυξητική τάση. Πρόκειται ουσιαστικά για την προοδευτική μείωση της μηχανικής αντοχής των οστών (ιδίως της σπονδυλικής στήλης και των ισχίων) με αποτέλεσμα την αυξανόμενη ευθραυστότητα και επιρρέπεια τους σε κατάγματα ακόμη και χωρίς ιδιαίτερη καταπόνηση (ακόμη και μετά από μία απλή πτώση, ή μία απότομη κίνηση). Θεωρείται σιωπηλή νόσος γιατί δεν προκαλεί ιδιαίτερα συμπτώματα στα αρχικά της στάδια, εκτός ίσως από επιμένουσα οσταλγία ιδίως στην πλάτη, πριν προκύψει κάποιο οστεοπορωτικό κάταγμα.
Περίπου το 90% της οστικής μάζας αποκτάται μέχρι το τέλος της εφηβείας. Έχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία η απόκτηση, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερης οστικής μάζας στις ηλικίες αυτές. Διάφορες καταστάσεις στην περίοδο αυτή όπως μεγάλες και συχνές διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, διάφορα σοβαρά ενδοκρινολογικά, ρευματικά και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα μπορούν να επηρεάσουν την επίτευξη της κορυφαίας οστικής μάζας. Παράλληλα, η υγιεινή διατροφή, η σωματική άσκηση, η αποφυγή καπνίσματος, ο περιορισμός της καταναλώσεως οινοπνεύματος και γενικότερα η αποφυγή υπερβολών θα συμβάλλουν θετικά στην απόκτηση της οστικής μάζας.
Οι αιτίες της οστεοπορώσεως είναι πολλές. Συνηθέστερη στις γυναίκες είναι η εμμηνόπαυση λόγω της απότομης μειώσεως των οιστρογόνων και επομένως της παύσεως της προστατευτικής τους δράσεως. Άλλες αιτίες είναι διάφορα ενδοκρινικά νοσήματα (παθήσεις του θυρεοειδούς, των παραθυρεοειδών αδένων, των επινεφριδίων, χρόνια χορήγηση κορτιζόνης για θεραπευτικούς λόγους σε διάφορες νόσους, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 και 2, παθήσεις της υποφύσεως, υπογοναδισμός κλπ.), διάφορες ρευματικές νόσοι (ρευματοειδής αρθρίτιδα κλπ.), ιστορικό καταγμάτων χωρίς ιδιαίτερη καταπόνηση, ιδιαίτερο χαμηλό σωματικό βάρος ή σημαντική μείωση του σωματικού βάρους, καθιστική ζωή με αποφυγή σωματικής ασκήσεως, αυξημένη κατανάλωση οινοπνεύματος, κάπνισμα, πρώιμη εμμηνόπαυση, οικογενειακό ιστορικό καταγμάτων με μικρή καταπόνηση κλπ. Υπάρχουν και άλλες, σπανιότερες αιτίες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατή η ανεύρεση συγκεκριμένης αιτίας.
Για την διάγνωση λοιπόν της νόσου απαιτείται λεπτομερής λήψη του ιστορικού του/της ασθενούς για την διαπίστωση τυχόν αιτίων, ενώ παράλληλα αναζητούνται και άλλοι παράγοντες για την πρόκληση ή επιδείνωση της νόσου όπως η λήψη φαρμάκων που σχετίζονται με την οστεοπόρωση, η έλλειψη σωματικής ασκήσεως, η χρόνια κατάκλιση, η μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου, η μειωμένη έκθεση στον ήλιο με αποτέλεσμα την ελάττωση της βιταμίνης D κλπ.
H διάγνωση τίθεται κυρίως με την μέτρηση οστικής πυκνότητας, ενώ υπάρχουν και εξειδικευμένες εξετάσεις αίματος και ούρων που συμπληρώνουν την εικόνα. Από τις εργαστηριακές εξετάσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθεί μία λανθάνουσα αιτία που να ευθύνεται για την εμφάνιση της οστεοπορώσεως. Έχει δημιουργηθεί ένας αλγόριθμος, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψιν συγκεκριμένες παραμέτρους από το ιστορικό του/της ασθενούς εκφράζει μία εκτιμώμενη πιθανότητα οστεοπορωτικού κατάγματος στο μέλλον και βοηθάει στην απόφαση εφαρμογής της κατάλληλης θεραπείας.
Παράλληλα πιθανώς να χρειαστεί και ακτινογραφία για την διερεύνηση πιθανού κατάγματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυριότερες περιοχές των οστών που σχετίζονται με την οστεοπόρωση είναι η σπονδυλική στήλη και τα ισχία.
Σήμερα υπάρχουν αρκετοί θεραπευτικοί παράγοντες, σε μορφή χαπιών και ενέσιμων σκευασμάτων που έχουν αποδειχθεί από μακροχρόνιες έρευνες ότι μπορούν να βοηθήσουν. Οι πιθανές παρενέργειες των φαρμάκων αυτών θα πρέπει να συνυπολογισθούν σε σχέση με το προσδοκώμενο θεραπευτικό όφελος. Θα πρέπει τέλος να τονισθεί εδώ ότι ο κυριότερος σκοπός της θεραπείας είναι η πρόληψη και η αποφυγή νέων οστεοπορωτικών καταγμάτων και όχι μόνον η απλή βελτίωση των εργαστηριακών εξετάσεων και της οστικής πυκνότητας. Η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να είναι μακροχρόνια, παράλληλα με τακτικούς διαγνωστικούς ελέγχους.
Για την πρόληψη της νόσου μπορούν να γίνουν αρκετά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες που έχουν χαμηλό σωματικό βάρος στην ενήλικη ζωή τους έχουν αυξημένη προδιάθεση για οστεοπόρωση μετά την εμμηνόπαυση γιατί τα οστά, μη έχοντας αυξημένο βάρος να σηκώσουν είναι σχετικά αδύναμα. Η συστηματική σωματική άσκηση, ιδίως η αεροβική, είναι σημαντικός παράγων για την πρόληψη της οστεοπορώσεως διότι οι μύες με τα οστά αποτελούν μια ενιαία λειτουργική μονάδα και οι ισχυροί από την γυμναστική μύες μπορούν να βοηθήσουν καλύτερα τα αδύναμα οστά για την στήριξη του σώματος, ενώ παράλληλα μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά στην αποφυγή των πτώσεων, οι οποίες, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες, αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την πρόκληση οστεοπορωτικών καταγμάτων. Και εδώ, όπως και στην εφηβεία, η υγιεινή διατροφή παίζει ουσιαστικό ρόλο, ενώ παράλληλα η αποφυγή καπνίσματος και υπερβολικής λήψεως αλκοόλ βοηθούν στην πρόληψη της νόσου.
Με δεδομένο ότι η οστεοπόρωση προσβάλλει μεγάλο ποσοστό γυναικών μετά την εμμηνόπαυση θα πρέπει να υποβάλλονται, ιδίως αυτές που έχουν αυξημένη πιθανότητα από παράγοντες κινδύνου για την νόσο, σε έλεγχο με μέτρηση της οστικής πυκνότητας, ενώ οι γυναίκες που έχουν κάποια από τις αναφερθείσες νόσους στην αρχή του κειμένου να υποβάλλονται σε έλεγχο για την οστεοπόρωση σε νεαρότερες ηλικίες. Αντίστοιχα και οι άνδρες, ιδίως σε μεγαλύτερες ηλικίες, με τις προαναφερθείσες νόσους, θα πρέπει να υποβάλλονται και αυτοί σε έλεγχο. Τέλος, σε οποιαδήποτε πάθηση που δύναται να έχει ως συνέπεια την μείωση της οστικής μάζας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και έλεγχος της οστικής πυκνότητας.
Αριστείδης Κερασώτης, Ενδοκρινολόγος, Διευθυντής Τμήματος Ενδοκρινολογίας – Διαβήτη - Οστεοπόρωσης, ΙΑΣΩ & ΙΑΣΩ Γενική Κλινική