Γαστρεντερίτιδα: Συμπτώματα, μετάδοση και αντιμετώπιση
Η γαστρεντερίτιδα αποτελεί μία από τις πιο συχνές παθολογικές καταστάσεις του πεπτικού συστήματος, με σημαντικό επιπολασμό παγκοσμίως τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και σε ευάλωτες ομάδες, όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς. Παρά τη φαινομενική απλότητά της ως κλινική οντότητα, η γαστρεντερίτιδα ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, κυρίως λόγω αφυδάτωσης και διαταραχών των ηλεκτρολυτών, ενώ η κατανόηση της παθοφυσιολογίας, της μετάδοσης και της κατάλληλης θεραπευτικής προσέγγισης παραμένει καθοριστική για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.
Ορισμός και Αιτιολογία
Ο όρος «γαστρεντερίτιδα» περιγράφει τη φλεγμονή του στομάχου και του εντέρου, η οποία συνοδεύεται από συμπτώματα όπως διάρροια, έμετο, κοιλιακό άλγος και πυρετό. Οι αιτιολογικοί παράγοντες στη συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών.είναι λοιμώδους αιτιολογίας, με τις λοιμώδεις μορφές να χωρίζονται:
- Σε ιογενείς λοιμώξεις οι οποίες αποτελούν την πιο συχνή αιτία οξείας γαστρεντερίτιδας. Οι κύριοι ιοί που εμπλέκονται είναι:
- Norovirus, ο οποίος ευθύνεται για τις περισσότερες επιδημίες σε ενήλικες και παιδιά και χαρακτηρίζεται από υψηλή μεταδοτικότητα.
- Rotavirus, κύριος παθογόνος παράγοντας σε παιδιά κάτω των 5 ετών, αν και η συχνότητά του έχει μειωθεί σημαντικά μετά την καθιέρωση του εμβολιασμού.
- Adenovirus τύπου 40/41
- A strovirus, που προκαλούν ηπιότερες μορφές, κυρίως σε παιδιά.
- Σε βακτηριακές γαστρεντερίτιδες οι οποίες είναι συχνές σε αναπτυσσόμενες χώρες αλλά παρατηρούνται και σε ανεπτυγμένα περιβάλλοντα, ιδιαίτερα μετά από κατανάλωση μολυσμένων τροφών ή νερού. Οι συχνότεροι μικροοργανισμοί που εμπλέκονται σε βακτηριακές γαστρεντερίτιδες είναι:
- Escherichia coli (εντεροτοξινογόνα, εντεροαιμορραγικά στελέχη)
- Salmonella spp.
- Campylobacter jejuni
- Shigella spp.
- Vibrio cholerae (σε ενδημικές περιοχές)
- Clostridi um difficile, συνήθως μετά από αντιβιοτική αγωγή ή νοσηλεία.
- Πιο σπάνια, η γαστρεντερίτιδα μπορεί να προκληθεί από παράσιτα όπως Giardia lamblia, Entamoeba histolytica και Cryptosporidium spp., ιδιαίτερα σε περιοχές με ανεπαρκή ύδρευση ή υγειονομικές συνθήκες.
Μηχανισμός Μετάδοσης
Η μετάδοση των παθογόνων που προκαλούν γαστρεντερίτιδα γίνεται κυρίως δια της άμεσης επαφής. Οι βασικοί τρόποι περιλαμβάνουν:
- Κατανάλωση μολυσμένων τροφών ή νερού, όπου τα παθογόνα επιβιώνουν σε ανεπαρκώς μαγειρεμένα ή αποθηκευμένα τρόφιμα.
- Άμεση επαφή με μολυσμένα άτομα ή αντικείμενα (π.χ. παιδικά παιχνίδια, επιφάνειες τουαλέτας ή κουζίνας).
- Μετάδοση μέσω σταγονιδίων σε περιορισμένο βαθμό, κυρίως για τους ιούς όπως ο norovirus, που παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στο περιβάλλον.
Η περίοδος επώασης διαφέρει ανάλογα με τον παθογόνο οργανισμό· για τους ιούς κυμαίνεται συνήθως από 12 έως 48 ώρες, ενώ για τα βακτήρια από 6 ώρες έως και 7 ημέρες. Η νόσος είναι συχνά αυτοπεριοριζόμενη, ωστόσο ο ασθενής μπορεί να παραμένει μεταδοτικός για αρκετές ημέρες μετά την υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Κλινική Εικόνα και Συμπτώματα
Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τον αιτιολογικό παράγοντα, το φορτίο του μικροοργανισμού και την ανοσολογική κατάσταση του ξενιστή. Τα συχνότερα περιλαμβάνουν:
- Διάρροια, υδαρής ή αιματηρή (σε βακτηριακές λοιμώξεις όπως Shigella, Campylobacter ή EHEC).
- Έμετος, πιο συχνός στις ιογενείς μορφές.
- Κοιλιακό άλγος ή κολικοειδής δυσφορία.
- Πυρετός, συνήθως ήπιος έως μέτριος υψηλός πυρετός υποδηλώνει βακτηριακή αιτιολογία.
- Αφυδάτωση, που αποτελεί τη σοβαρότερη επιπλοκή, ειδικά σε παιδιά και ηλικιωμένους.
Σε βαριές περιπτώσεις μπορεί να παρουσιαστούν υπόταση, ταχυκαρδία, σύγχυση, ή οξεία νεφρική βλάβη λόγω απώλειας υγρών και ηλεκτρολυτών.
Διάγνωση
Η διάγνωση της οξείας γαστρεντερίτιδας βασίζεται πρωτίστως στο ιστορικό και την κλινική εξέταση. Σε ήπιες περιπτώσεις δεν απαιτείται περαιτέρω εργαστηριακός έλεγχος. Εντούτοις, σε περιπτώσεις παρατεταμένων ή αιματηρών διαρροιών, υψηλού πυρετού, σοβαρής αφυδάτωσης ή νοσηλείας, επιβάλλεται στοχευμένος έλεγχος.
Οι βασικές εξετάσεις περιλαμβάνουν:
- Καλλιέργεια κοπράνων για ανίχνευση βακτηριακών παθογόνων.
- Μοριακές μέθοδοι (PCR) για ταχεία ταυτοποίηση ιών, βακτηρίων ή παρασίτων.
- Εξέταση κοπράνων για παράσιτα και ωάρια σε υποψία παρασιτώσεων.
- Ηλεκτρολύτες ορού, ουρία και κρεατινίνη για εκτίμηση της αφυδάτωσης.
Σε περιπτώσεις υποτροπών ή παρατεταμένης διάρροιας πρέπει να αποκλείεται φλεγμονώδης νόσος του εντέρου ή δυσανεξία/δυσαπορρόφηση, όπως δυσανεξία στη λακτόζη ή κοιλιοκάκη.
Αντιμετώπιση
Η θεραπευτική προσέγγιση της γαστρεντερίτιδας στοχεύει κυρίως στην αποκατάσταση των υγρών και ηλεκτρολυτών, ενώ η αιτιολογική θεραπεία εφαρμόζεται επιλεκτικά.
- Ενυδάτωση: Η στοματική ενυδάτωση αποτελεί τη βάση της αντιμετώπισης. Τα διαλύματα στοματικής ενυδάτωσης (ORS) που περιέχουν γλυκόζη και ηλεκτρολύτες σε κατάλληλη αναλογία (Na⁺, K⁺, Cl⁻, HCO₃⁻) θεωρούνται θεραπεία πρώτης γραμμής. Σε περιπτώσεις σοβαρής αφυδάτωσης, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών (συνήθως διάλυμα Ringer ή φυσιολογικός ορός) είναι απαραίτητη.
- Διαιτητική υποστήριξη: Η διατροφή πρέπει να ξαναρχίζει το ταχύτερο δυνατό με ελαφρά, εύπεπτα τρόφιμα. Αποφεύγονται τα γαλακτοκομικά, ο καφές, τα λιπαρά, οι φυτικές ίνες και οι χυμοί φρούτων που επιδεινώνουν τη διάρροια. Σε βρέφη, ο θηλασμός δεν πρέπει να διακόπτεται.
- Φαρμακευτική αγωγή:
- Αντιβιοτικά: χορηγούνται μόνο σε επιβεβαιωμένες ή ισχυρά ύποπτες βακτηριακές λοιμώξεις (π.χ. Shigella, Campylobacter, Salmonella typhi). Η εμπειρική χορήγηση δεν συνιστάται, καθώς μπορεί να επιτείνει την αντοχή και να παρατείνει τη φορεία.
- Αντιδιαρροϊκά (όπως η λοπεραμίδη): πρέπει να δίδονται με φειδώ επιτρέπονται μόνο σε μη αιματηρές διάρροιες και σε απουσία πυρετού.
- Προβιοτικά: έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τη διάρκεια και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, ιδιαίτερα στις ιογενείς γαστρεντερίτιδες.
- Αντιεμετικά (π.χ. ονδανσετρόνη) μπορούν να χρησιμοποιηθούν βραχυπρόθεσμα σε περιπτώσεις έντονου εμέτου.
- Πρόληψη: Η πρόληψη παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος στη μείωση της επίπτωσης. Περιλαμβάνει:
- Τήρηση κανόνων υγιεινής χεριών, ειδικά μετά τη χρήση τουαλέτας ή την αλλαγή πάνας.
- Κατανάλωση ασφαλούς νερού και τροφής, αποφυγή ωμών ή ατελώς μαγειρεμένων τροφών.
- Εμβολιασμός κατά του rotavirus σε βρέφη, που έχει μειώσει σημαντικά τα περιστατικά και τις νοσηλείες παγκοσμίως.
Επιπλοκές
Οι περισσότερες περιπτώσεις γαστρεντερίτιδας έχουν καλή πρόγνωση. Ωστόσο, σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές όπως:
- Σοβαρή αφυδάτωση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
- Σύνδρομο αιμολυτικού-ουραιμικού (HUS) μετά από λοίμωξη με E. coli O157:H7.
- Μεταλοιμώδης ευερέθιστο έντερο ή δυσανεξία στη λακτόζη λόγω βλάβης των εντερικών λαχνών.
- Σηψαιμία σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς ή ηλικιωμένους.
Συμπέρασμα
Η γαστρεντερίτιδα, αν και συνήθως αυτοϊώμενη, παραμένει σημαντικό αίτιο νοσηρότητας και οικονομικής επιβάρυνσης για τα συστήματα υγείας. Η έγκαιρη διάγνωση, η σωστή εκτίμηση του κινδύνου αφυδάτωσης και η στοχευμένη θεραπεία είναι καθοριστικές για την ομαλή έκβαση.
Η ενίσχυση των προληπτικών μέτρων, η εκπαίδευση του κοινού και η ορθολογική χρήση αντιβιοτικών αποτελούν βασικές στρατηγικές στη μείωση της επίπτωσης και των επιπλοκών της νόσου.
Γεώργιος Κ. Μαλγαρινός ΜD, PhD, Διευθυντής Γ’ Γαστρεντερολογικής Κλινικής ΙΑΣΩ Γενική Κλινική