Γενετική της βαρηκοΐας

Γενετική της βαρηκοΐας Δρ. Γιώργος Κορρές
BSc (Hons) CMB, MD, PhD
Ωτορινολαρυγγολόγος-Νευροωτολόγος
Επιστημονικός Συνεργάτης Ακοολογικού Τμήματος ΙΑΣΩ

 

Η ακοή είναι από τις σημαντικότερες αισθήσεις, παίζοντας αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ομιλίας και του λόγου, με αποτέλεσμα τα παιδιά που αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την ακοή τους, να παρουσιάσουν καθυστερημένη ή και ανεπαρκή ανάπτυξη ομιλίας.

Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να ελέγχεται η ακοή από την νεογνική ηλικία με τις κατάλληλες εξετάσεις. Όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση, τόσο πιο γρήγορα μπορεί να εφαρμοσθεί ακουστική υποβοήθηση και εκπαίδευση, ώστε το βαρήκοο παιδί να βρίσκεται εντός των φυσιολογικών ορίων στους αναπτυξιακούς δείκτες.

Οι επιπτώσεις της βαρηκοΐας μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το μέγεθος της, την ηλικία που πρωτοεμφανίζεται, την επιτυχία της θεραπείας και τη φυσιολογική ή μη ακοή των γονέων, με τις συνέπειες να ειναι εμφανείς σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο.

Χαρακτηριστικές μελέτες αναφέρουν ότι περίπου το 50% των παιδιών από 11-16 ετών με μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα, μπορεί να παρουσιάσει κάποιου είδους ψυχολογική διαταραχή. Όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση και ταυτόχρονα ξεκινήσει η κατάλληλη αντιμετώπιση, τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα για το παιδί. Η υποστήριξη που πρέπει να προσφέρεται πέραν της ακουστικής ενίσχυσης, είναι βοηθήματα εκπαίδευσης, τακτικός ακοολογικός έλεγχος, παρακολούθηση από κοινωνική υπηρεσία και ψυχολογική υποστήριξη όπου κρίνεται αναγκαία.

Περίπου 1 στα 1000 παιδιά που γεννιούνται πάσχουν από πολύ μεγάλου βαθμού συγγενή νευροαισθητήρια βαρηκοΐα, με τον αριθμό αυτό να διπλασιάζεται μετά την ηλικία των 3 ετών. Στις αναπτυγμένες χώρες, η αιτία οφείλεται σε γενετικές μεταλλάξεις, σε ποσοστό περί το 25% των παδιών αυτών. Οι γενετικές μεταλλάξεις αφορούν στις συνδρομικές βαρηκοΐες (που συνδέονται δηλαδή με συγκεκριμένα σύνδρομα), αλλά και τις μη συνδρομικές (που δεν συνδέονται με σύνδρομα). Οι συνδρομικές μορφές βαρηκοΐας αποτελούν τη μειονότητα των γενετικών μεταλλάξεων σε ποσοστό περίπου 30%, ενώ το υπόλοιπο 70% αποτελείται από τις μη συνδρομικές μορφές γενετικής βαρηκοΐας.

Η εξέταση του γενετικού υλικού (DNA), μπορεί να γίνει είτε προληπτικά σε οποιοδήποτε ζευγάρι θέλει να τεκνοποιήσει, αλλά πολύ περισσότερο σε ένα ζευγάρι το οποίο έχει γνωστό ιστορικό βαρηκοΐας στην οικογένεια. Επίσης, εξέταση γενετικού υλικού μπορεί να γίνει προγεννητικά, δηλαδή στο έμβρυο πριν τη γέννησή του, με την εξέταση του καρυότυπου. Τέλος, κάθε παιδί που διαγιγνώσκεται με νευροαισθητήρια βαρηκοΐα μετά τη γέννησή του, πρέπει να παραπέμπεται για γενετικό έλεγχο.

Συνδρομικές βαρηκοΐες

Χαρακτηριστικά σύνδρομα που συνδέονται με βαρηκοΐα είναι το σύνδρομο Waardenburg, νευροινωμάτωση, σύνδρομο Usher, σύνδρομο BOR, σύνδρομο Treacher-Collins, Pendred, Alport, Down, Jervell Lange-Nielsen, CHARGE, MELAS, κ.α.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η συγγενής βαρηκοΐα, εκτός από τις περιπτώσεις της συνδρομικής, μπορεί να υπάρχει και μεμονωμένα, χωρίς τη συνύπαρξη άλλων ανωμαλιών. Προς το παρόν, περισσότερα απο 200 γονίδια που προκαλούν βαρηκοΐα έχουν ενοχοποιηθεί, με περίπου 150 από αυτά να ανήκουν στην κατηγορία της μη συνδρομικής.

Γονίδιο GJB2 – κοννεξίνη 26

Σύμφωνα με πληθυσμιακές μελέτες, το GJB2 είναι υπεύθυνο για περίπου 25% των περιπτώσεων συγγενούς βαρηκοΐας. Βρίσκεται στο μακρύ σκέλος του χρωμοσώματος 13, ενώ αποτελείται από ένα εξώνιο με 226 αμινοξέα και έχει συνολική μοριακή μάζα 26 kD (kiloDaltons).

Το GJB2 παράγει την πρωτεΐνη κοννεξίνη 26, που ανήκει στην οικογένεια των συνδετινών (gap-junctions) και παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση του καλίου (K+) στο έσω ους.

Το εν λόγω γονίδιο ανήκει στην κατηγορία των αυτοσωμικών γονιδίων. Η πιο κοινή μετάλλαξη του είναι η 35delG, ενώ έχουν περιγραφεί και πολλές άλλες που προκαλούν βαρηκοΐα (30delG, M34T, 167delT, 235delC κ.α.). Οι φορείς των μεταλλάξεων, δηλαδή που φέρουν μόνο ένα αντί για δύο μεταλλαγμένα γονίδια, έχουν κατά κανόνα φυσιολογική ακοή, με λιγότερο απο το 2% αυτών να παρουσιάζει κάποια μορφή βαρηκοΐας. Η παρουσία μεταλλάξεων και στα δύο αλληλόμορφα γονίδια (ομοζυγωτία) οδηγεί στην εμφάνιση νευροαισθητήριας, προ-ομιλητικής και μη συνδρομικής βαρηκοΐας.

Συνήθως δεν παρουσιάζονται ανατομικές ανωμαλίες στο μέσο και έσω ους, ενώ το μέγεθος της βαρηκοΐας μπορεί να φτάνει στα όρια της κώφωσης και να ποικίλλει ακόμα και μεταξύ ομόζυγων αδελφών. Η απώλεια της ακοής δεν έχει χαρακτηριστική μορφή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι και προοδευτική. Για το λόγο αυτό, εφόσον έχει ανιχνευθεί η μετάλλαξη στο γενετικό υλικό του νεογνού, συνιστάται ο προσδιορισμός της οδού της ακοής με τις κατάλληλες εξετάσεις TEOAE’s, ABR, ASSR και η τακτική παρακολούθηση.

Φυλοσύνδετες και μιτοχονδριακές μεταλλάξεις

Φυλοσύνδετες και μιτοχονδριακές μεταλλάξεις (σε μικρό ποσοστό 2% και 3% αντίστοιχα) έχουν συνδεθεί με νευροαισθητήρια βαρηκοΐα. Ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των μιτοχονδριακών μεταλλάξεων είναι η A1555G, του γονιδίου MT-RNR1, η οποία και είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση μέτριου προς σοβαρού βαθμού βαρηκοΐας μετά από έκθεση σε αμινογλυκοσίδες. Γνωστά σύνδρομα που μπορεί να εμφανίσουν νευροαισθητήρια βαρηκοΐα είναι το MELAS και το MERFF, που εκδηλώνονται με μυόκλωνο, επιληψία, παρεγκεφαλιδική αταξία και μυοπάθεια.

Ταυτοποίηση γονιδίων

Η ταυτοποίηση γονιδίων έχει πολλές και διαφορετικές χρήσεις. Μία από αυτές είναι ότι μπορεί να προκύψει μοριακή διάγνωση, σε περιπτώσεις που αναζητείται από τους γονείς ή τον ίδιο τον ασθενή η αιτία της βαρηκοΐας/κώφωσης. Παρόλο που ακόμα και σήμερα ο έλεγχος όλου του DNA για τη μοριακή ταυτοποίηση ενός γονιδίου είναι υψηλού κόστους, με την πρόοδο της τεχνολογίας οι διαγνωστικές δοκιμασίες θα γίνουν πιο προσιτές στο άμεσο μέλλον. Το κόστος μειώνεται όταν ελέγχονται συγκεκριμένα γονίδια σύμφωνα με το οικογενειακό ιστορικό και ανάλογα με την υποψία του κλινικού γιατρού, έπειτα από συνεννόηση του ωτορινολαρυγγολόγου και του γενετιστή.

Ποιοι πρέπει να ελέγχονται

Κατηγορίες των ατόμων που πρέπει να παραπέμπονται είναι:

  • γονείς με οικογενειακό ιστορικό βαρηκοΐας
  • ασθενείς με συγγενή προγλωσσική νευροαισθητήρια βαρηκοΐα
  • ασθενείς που εμφανίζουν συνδρομική βαρηκοΐα, αφού πρώτα παραπεμφθούν για νευρολογικό, οφθαλμολογικό και έλεγχο νεφρικής λειτουργίας κατά περίπτωση
  • ασθενείς που εμφάνισαν βαρηκοΐα μετά τη χορήγηση ωτοτοξικών φαρμάκων (αμινογλυκοσίδες)
  • ζευγάρια που θέλουν να τεκνοποιήσουν και υπάρχει ιστορικό βαρηκοΐας στην οικογένεια του ενός ή και των δύο
  • υγιείς ακούοντες, αλλά με βαρήκοους συγγενείς που φέρουν αποδεδειγμένα σχετικά γονίδια
  • δεδομένου ότι η μετάλλαξη 35delG του γονιδίου της κοννεξίνης 26 (GJB2) έχει συχνότητα φορείας περίπου 4% στον υγιή ελληνικό πληθυσμό, θεωρητικά θα έπρεπε να γίνεται έλεγχος σε όλα τα παιδιά και τους ενήλικες σε αναπαραγωγική ηλικία.

 

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η γονιδιακή θεραπεία αδιαμφισβήτητα αποτελεί άλλο ένα σοβαρό λόγο για την ταυτοποίηση του γονιδίου, καθώς οι εξελίξεις στη γενετική είναι ραγδαίες. Ήδη κάποια ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο εργαστήριο όσον αφορά στη θεραπεία της γονιδιακής κώφωσης, προδιαθέτοντάς μας για ένα ελπιδοφόρο μέλλον.