Σιδηροπενική αναιμία: Παλαιό αλλά και σύγχρονο παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας

Σιδηροπενική αναιμία: Παλαιό αλλά και σύγχρονο παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας Στυλιανός Γραφάκος
Παιδίατρος-Αιματολόγος, Υπεύθυνος Τμήματος Αιματολογίας ΙΑΣΩ Παίδων

 

Αναιμία είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα είναι μειωμένα, με αποτέλεσμα την περιορισμένη μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς του σώματος. Η αναιμία αποτελεί δείκτη πτωχής διατροφής και κακής κατάστασης της υγείας.

Το 1/3 του πληθυσμού της γης παρουσιάζει αναιμία και αιτία στην πλειοψηφία είναι η έλλειψη σιδήρου (σιδηροπενία). Τα βρέφη, τα παιδιά και οι νεαρές γυναίκες αποτελούν τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Η σιδηροπενική αναιμία αποτελεί παγκόσμια το συχνότερο διατροφικό πρόβλημα, προσβάλλοντας -σε διαφορετικό βαθμό- αναπτυγμένες και υπό ανάπτυξη χώρες. Στη Β. Αμερική, 3-7% των παιδιών εμφανίζει σιδηροπενική αναιμία, ενώ σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας πάσχει το 40%. Στη χώρα μας το ποσοστό ανέρχεται σε 14%.

Αιτίες σιδηροπενίας

Ο σίδηρος είναι απαραίτητο στοιχείο της αιμοσφαιρίνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων, της μυοσφαιρίνης των μυών και πολλών κυτταρικών λειτουργιών. Το σώμα ενηλίκου ατόμου περιέχει 3- 5 gr σιδήρου, ενώ οι καθημερινές ανάγκες είναι περίπου 20 mgr. Με τις τροφές προσλαμβάνονται ημερησίως 1-2 mgr. Το υπόλοιπο και σημαντικότερο μέρος προέρχεται από την ανακύκλωση του σιδήρου της αιμοσφαιρίνης των γερασμένων ερυθροκυττάρων, που συνεχώς καταστρέφονται στο σώμα.

Ο σίδηρος υπάρχει σε αφθονία στη φύση, καθώς βρίσκεται στις τροφές, αλλά τόσο η περιεκτικότητα όσο και η ποσότητα που απορροφάται, διαφέρει στα ζωικής και φυτικής προέλευσης τρόφιμα. Οι φυτικές τροφές περιέχουν άφθονο τρισθενή σίδηρο, η απορρόφησή του όμως είναι μικρή, συγκριτικά με τον δισθενή σίδηρο των ζωικών τροφών (κρέας, πουλερικά, ψάρια, αυγά και κυρίως το συκώτι), που προσλαμβάνεται καλύτερα και συμβάλλει περισσότερο στην ομοιόσταση του σιδήρου στον οργανισμό.

Φυσιολογικές καταστάσεις και παθολογικές διαταραχές που σχετίζονται με σιδηροπενική αναιμία

Στα βρέφη και τα παιδιά οι ανάγκες σε σίδηρο είναι αυξημένες, διότι με την ταχεία ανάπτυξη του σώματος καταναλώνεται σύντομα ο σίδηρος που βρίσκεται στις «αποθήκες» του οργανισμού και αν δεν λάβουν εξωγενώς, προκύπτει σιδηροπενία. Τα κορίτσια στην εφηβεία, λόγω απώλειας αίματος με την έμμηνο ρύση, έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης σιδηροπενικής αναιμίας, ενώ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι ανάγκες τριπλασιάζονται.

Πέρα από τη διατροφική έλλειψη, υπάρχουν πλείστοι παθολογικοί παράγοντες που εμπλέκονται στη δημιουργία σιδηροπενικής αναιμίας. Συχνότερο αίτιο είναι η απώλεια αίματος (ιδίως από τον πεπτικό σωλήνα), παθήσεις του γαστρεντερικού, λοιμώξεις, χρόνια νοσήματα, σε συνδυασμό με άσχημες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.

Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι βαριά σιδηροπενία μπορεί να επηρεάσει τη σωματική ανάπτυξη των παιδιών, την ψυχοκινητική και νοητική εξέλιξή τους, την άμυνα εναντίον των λοιμώξεων και μάλιστα οι διαταραχές αυτές μπορεί να επιμείνουν για αρκετά χρόνια.

Συμπτώματα και σημεία της σιδηροπενικής αναιμίας

Παρατηρείται ωχρότητα, εύκολη κόπωση, pica (κατανάλωση μη θρεπτικών ουσιών), αλλοιώσεις στο στόμα (χειλίτιδα, γλωσσίτιδα), δυσφαγία, απόπτωση τριχών, βλάβες στα νύχια (κοιλονυχία), που εμφανίζονται όμως σε παραμελημένες καταστάσεις.

Διάγνωση

Η διάγνωση και η αντιμετώπιση γίνεται από τον παιδίατρο, ενώ γνώμη ειδικού παιδιάτρου - αιματολόγου απαιτείται εάν δεν βρεθεί προφανής λόγος της αναιμίας ή εάν δεν υπάρχει ανταπόκριση στη θεραπεία με σίδηρο. Συνήθως, αρκεί γενική αίματος όπου θα διαπιστωθεί αναιμία (αιμοσφαιρίνη < 11 gr/dL στα βρέφη, < 12 gr/dL στα παιδιά) με χαρακτηριστικές μορφολογικές αλλοιώσεις των ερυθρών αιμοσφαιρίων και προσδιορισμός των επιπέδων σιδήρου και φεριτίνης στο αίμα. Σπάνια απαιτείται πλέον εξειδικευμένος εργαστηριακός έλεγχος.

Αντιμετώπιση

Σκοπός της θεραπείας είναι η παροχή επαρκούς ποσότητας σιδήρου στον οργανισμό για την επάνοδο της αιμοσφαιρίνης σε φυσιολογικά επίπεδα και την πλήρωση των «αποθηκών» του οργανισμού. Αυτό πραγματοποιείται με δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: με στρατηγική πρόληψης για τους πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο δημιουργίας σιδηροπενίας και με τη θεραπεία των ατόμων που πάσχουν από σιδηροπενική αναιμία.

Η πρόληψη γίνεται ενισχύοντας με σίδηρο τροφές ευρείας κατανάλωσης, σε βρέφη 6-24 μηνών, ιδιαίτερα σε αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και με τη χορήγηση σιδήρου από το στόμα σε δόση 2 mgr ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος ημερησίως.

Σε ασθενείς με σιδηροπενική αναιμία, χορηγείται σίδηρος σε δόση 6 mg ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος ημερησίως. Συνήθως προτιμάται ο θειικός σίδηρος, αν και δεν φαίνεται να υπερέχει έναντι των άλλων σκευασμάτων, που λαμβάνεται δύο φορές την ημέρα μεταξύ των γευμάτων. Φαίνεται ότι και μικρότερη δοσολογία είναι εξίσου αποτελεσματική, με λιγότερες παρενέργειες (δυσφορία, ναυτία, διάρροια, δυσκοιλιότητα) και συνεπώς καλύτερα ανεκτή από τα παιδιά. Επί εμφάνισης παρενεργειών, μειώνεται η δόση και λαμβάνεται μαζί με τα γεύματα, ωστόσο, έτσι ελαττώνεται η απορρόφηση κατά 40%.

Μετά από επιτυχή σιδηροθεραπεία, η αιμοσφαιρίνη από τη 2η εβδομάδα αρχίζει να ανέρχεται, ενώ τα δικτυοερυθροκύτταρα (νεαρά ερυθροκύτταρα) αυξάνουν ήδη από την 4η ημέρα. Άνοδος της τιμής της αιμοσφαιρίνης κατά 2 grm/dL θεωρείται ικανοποιητική ανταπόκριση, ενώ παράλληλα πρέπει να προσδιορίζονται σίδηρος και φεριτίνη στο αίμα. Η χορήγηση σιδήρου από το στόμα συνεχίζεται για άλλους 3 μήνες μετά τη διόρθωση της αναιμίας, ενώ για ένα χρόνο ελέγχεται η αιμοσφαιρίνη ανά τρίμηνο. Εάν η από του στόματος θεραπεία είναι ανεπιτυχής ή δεν γίνεται καλά ανεκτή, τότε έχει ένδειξη η χορήγηση σιδήρου ενδοφλεβίως.

Η σιδηροπενική αναιμία, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα με σοβαρές επιπτώσεις, ιδιαίτερα στα παιδιά. Μπορεί και πρέπει να προληφθεί και αυτό έχει επιτευχθεί σε πολλές χώρες, όπου το πρόβλημα έχει αναγνωρισθεί και έχει μειωθεί την τελευταία εικοσαετία κατά 20-40%. Ίσως δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι και για τη χώρα μας αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας, αν μάλιστα συνδυαστεί και με τη μεσογειακή αναιμία, που είναι αρκετά συχνή σε συγκεκριμένες περιοχές. Παιδιά με τακτική παιδιατρική παρακολούθηση έχουν μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν σιδηροπενική αναιμία. Όσα θηλάζουν 3-6 μήνες, χρειάζονται συμπληρωματικά σίδηρο, αξίζει όμως να σημειωθεί ότι σε μελέτες έχουν διαπιστωθεί υψηλότερες τιμές σιδήρου σε θηλάζοντα βρέφη. Το μητρικό γάλα, όπως και το γάλα της αγελάδας, θεωρούνται πτωχές πηγές σιδήρου. Όμως, ο σίδηρος του μητρικού γάλατος απορροφάται καλύτερα, αφού το 50% αυτού προσλαμβάνεται επαρκώς από το βρέφος σε σύγκριση με 10% του σιδήρου του αγελαδινού γάλατος.

Η σιδηροπενική αναιμία παραμένει ένα παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Στη χώρα μας η επίπτωση στον παιδικό πληθυσμό είναι όμοια με αυτή που παρατηρείται στις αναπτυγμένες χώρες. Για την αντιμετώπισή της χρειάζεται πληρέστερη ενημέρωση, παροχή σωστών υπηρεσιών υγείας, ενίσχυση τροφών με σίδηρο, προληπτική χορήγηση στα βρέφη και αποτελεσματική θεραπεία της αποδεδειγμένης σιδηροπενικής αναιμίας. Εύκολα, με απλά και ανέξοδα μέσα, μπορεί να αντιμετωπισθεί επιτυχώς ένα εκτεταμένο σοβαρό πρόβλημα υγείας και τα παιδιά να απολαμβάνουν καλύτερη υγεία και ζωή.

Σε ασθενείς με σιδηροπενική αναιμία, χορηγείται σίδηρος σε δόση 6 mg ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος ημερησίως.

Συνήθως προτιμάται ο θειικός σίδηρος, αν και δεν φαίνεται να υπερέχει έναντι των άλλων σκευασμάτων, που λαμβάνεται δύο φορές την ημέρα μεταξύ των γευμάτων.

 

Συντάκτης Άρθρου

ΓΡΑΦΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ
ΓΡΑΦΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ

ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΣ-ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΣ

Δείτε κι άλλα άρθρα του ιατρού