Οι Ωτοακουστικές Εκπομπές στη σύγχρονη Ωτορινολαρυγγολογία

Οι Ωτοακουστικές Εκπομπές στη σύγχρονη Ωτορινολαρυγγολογία
Ζαφειρία Κοτζαμάνογλου
Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος
Συνεργάτης ΙΑΣΩ Θεσσαλίας

 

Οι ωτοακουστικές εκπομπές (ΩΑΕ) αποτελούν ηχητικά κύματα χαμηλής έντασης που παράγονται στο έσω ους και μπορούν να καταγραφούν από ένα μικρόφωνο τοποθετημένο στον έξω ακουστικό πόρο (ΕΑΠ). Δημιουργούνται από την κίνηση των έξω τριχωτών κυττάρων του κοχλία, καθώς αυτά απαντούν ενεργητικά σε κάποιο ηχητικό ερέθισμα, αλλά και αυτόματα.

Παρότι η ιδέα για την ύπαρξη αυτού του ενεργητικού μηχανισμού διατυπώθηκε αρχικά το 1948 από τον Tomas Gold, μόλις το 1978 ο David Kemp, βασιζόμενος στην ίδια αρχή, πέτυχε να καταγράψει την ηχητική αυτή ενέργεια στον ανθρώπινο ΕΑΠ, αποδεικνύοντας έτσι ότι πραγματικά ο κοχλίας παράγει ακουστικές δονήσεις ικανές να καταγραφούν.

Οι ωτοακουστικές εκπομπές μπορούν να ταξινομηθούν, ανάλογα με το αν προκαλούνται από ακουστικό ερέθισμα ή όχι, σε α) αυτόματες, που δεν απαιτούν εξωτερική διέγερση και β) προκλητές, οι οποίες με τη σειρά τους διακρίνονται, ανάλογα με τον τύπο του ακουστικού ερεθίσματος που τις προκαλεί, σε: α) παροδικά προκλητές ωτοακουστικες εκπομπές (ΤΕΟΑΕs), β) ωτοακουστικές εκπομπές συχνότητας ερεθίσματος (SFOAEs) και γ) ωτοακουστικές εκπομπές προϊόντα παραμόρφωσης (DPOAEs). Το πλάτος τους (δηλαδή η έντασή τους) είναι πολύ μικρό, συνήθως μικρότερο των 20 dB SPL και ως εκ τούτου καλύπτονται πολύ εύκολα από τον θόρυβο του περιβάλλοντος (δεν ακούμε τις ωτοακουστικές εκπομπές μας).

Ως ερευνητικό εργαλείο μάς παρέχουν τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε, σαν μέσα από παράθυρο, τη λειτουργία του κοχλία, βοηθώντας έτσι την περαιτέρω κατανόηση της φύσης της βαρηκοΐας, ενώ ως διαγνωστικό μέσο συμβάλλουν στη διαφορική διάγνωση της βαρηκοΐας, στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της θεραπείας και στην επιλογή μεταξύ τοποθέτησης ακουστικού βαρηκοΐας ή χειρουργικής αποκατάστασης.

Οι ΤΕΟΑΕs και DPOAEs είναι οι δυο κατηγορίες ωτοακουστικών εκπομπών με τη μεγαλύτερη κλινική εφαρμογή. Ιδιαίτερα οι TEOAEs συνιστούν έναν πολύ ευαίσθητο δείκτη της κοχλιακής παθολογίας και μάλιστα ειδικό για τις συχνότητες. Συχνότητες στις οποίες ο ουδός ακοής είναι μεγαλύτερος των 20-30 dB HL (δηλαδή υπάρχει σ’ αυτές μικρού βαθμού βαρηκοΐα) απουσιάζουν από την απάντηση των TEOAE. Χάρη σ’ αυτό τους το χαρακτηριστικό και στο γεγονός ότι τα υγιή βρέφη παράγουν ισχυρές ΩAE της τάξεως των 15 ή ακόμα και 30 dB SPL, οι TEOAEs έχουν βρει ευρεία εφαρμογή στα προγράμματα μαζικού ελέγχου (screening) ακοής των νεογνών.

Μεγάλες μελέτες του εξωτερικού έχουν καταδείξει ότι στις 1000 γεννήσεις, 1 με 2 νεογνά θα διαγνωστούν με μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα, ενώ νεογνά που χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε ΜΕΝΝ εμφανίζουν μέχρι και 10πλάσιο κίνδυνο να παρουσιάσουν σοβαρού βαθμού αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι οι πρώτες εβδομάδες της ζωής είναι καθοριστικής σημασίας για την πλήρη και σωστή ανάπτυξη των ακουστικών νευρικών οδών, ενώ είναι γνωστό πως όσο νωρίτερα διαγνωστεί και διερευνηθεί η βαρηκοΐα, άρα ξεκινήσει και η αντιμετώπισή της, τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα στην ικανότητα επικοινωνίας του ατόμου και τη γενικότερη ψυχοσωματική του ανάπτυξη. Όλα αυτά καθιστούν αδιαμφισβήτητη την αναγκαιότητα εφαρμογής, σε όσο γίνεται μεγαλύτερη κλίμακα, των προγραμμάτων μαζικού ελέγχου ακοής των νεογνών, οι οποίοι, παρά τις πρακτικές δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, διαδίδονται ολοένα και περισσότερο, ενώ γίνεται προσπάθεια να ελέγχονται καθολικά, τουλάχιστον, ομάδες νεογνών υψηλού κινδύνου για εμφάνιση βαρηκοΐας όπως πχ τα νεογνά των ΜΕΝΝ.