Λοιμώξεις του αναπνευστικού και πώς αντιμετωπίζονται

Λοιμώξεις του αναπνευστικού και πώς αντιμετωπίζονταιΔρ. Γεώργιος Ε. Καπότσης
MD, PhD, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
Επιστημονικά Υπεύθυνος Πνευμονολογικού
Τμήματος ΙΑΣΩ Θεσσαλίας

Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος περιλαμβάνουν μια ευρεία γκάμα παθήσεων, από ένα κοινό κρυολόγημα μέχρι μια πνευμονία, γι’ αυτό και απαιτούν διαφορετική και προσεκτική προσέγγιση στην αντιμετώπισή τους.

Υπεύθυνη για την εμφάνισή των λοιμώξεων είναι η εισβολή ενός μικροοργανισμού στο αναπνευστικό σύστημα, ως συνέπεια της διαταραγμένης ισορροπίας μεταξύ του αμυντικού συστήματος και του μικροβιακού πληθυσμού. Καθημερινά η αναπνευστική επιφάνεια του τραχειοβρογχικού δένδρου και των κυψελίδων έρχονται σε επαφή με περίπου 103 lt αέρα. Παρά ταύτα, η περιοχή αυτή παραμένει στείρα μικροβίων, χάρη στην επάρκεια των αμυντικών μηχανισμών του οργανισμού.

Δύο είναι οι κατηγορίες των λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος: αυτές του ανώτερου αναπνευστικού (ρινίτιδα, παραρρινοκολπίτιδα, ωτίτιδα, φαρυγγίτιδα, επιγλωτίτιδα, λαρυγγίτιδα) και αυτές του κατώτερου αναπνευστικού (τραχειίτιδα, οξεία και χρόνια βρογχίτιδα, πνευμονία).

Οι δε εποχικές λοιμώξεις του αναπνευστικού, στην πλειονότητά τους ιογενείς (ιώσεις), οφείλονται στον αυξημένο επιπολασμό που παρατηρείται ιδιαίτερα κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες από διάφορους ιούς, όπως οι ιοί της γρίπης τύπου Α (H1N1, H3N2, Η5Ν1), B και C, οι ρινοιοί (κοινό κρυολόγημα), ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (σοβαρή νόσος στα παιδιά και τους ηλικιωμένους), οι αδενοιοί και οι ιοί της παραινφλουέντζας (γριπώδης συνδρομή).

Γρίπη: Τι να προσέχουμε

Η γρίπη αποτελεί οξεία νόσο του αναπνευστικού συστήματος, η οποία οδηγεί σε ήπια έως σοβαρή νόσηση και έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή:

• Προσβάλλει μεγάλο αριθμό ανθρώπων ετησίως

• Ευθύνεται για το θάνατο ασθενών υψηλού κινδύνου

• Επιβαρύνει σημαντικά το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας

• Προλαμβάνεται με τον εμβολιασμό

Η γρίπη εμφανίζεται με εποχικές εξάρσεις κατά την περίοδο Οκτωβρίου-Απριλίου, με κορύφωση στο διάστημα Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου. Μάλιστα, τα επικρατούντα στελέχη είναι κατά περίπτωση διαφορετικά, με κυριότερα αυτά του τύπου Α (H1N1, H3N2) και B, εξαιτίας της χαρακτηριστικής ιδιότητας του ιού να μεταλλάσσεται κάθε χρόνο.

Η μετάδοση της γρίπης γίνεται κυρίως με τη διασπορά στον αέρα μικρών, αοράτων σταγονιδίων, που εκλύονται με τον βήχα, τον πταρμό και την ομιλία, καθώς επίσης και με τα χέρια, όταν αγγίζουμε μολυσμένες επιφάνειες και κατόπιν πιάνουμε τα μάτια, τη μύτη και το στόμα μας. Παράλληλα, παράγοντες όπως ο ψυχρός αέρας και ο συγχρωτισμός αυξάνουν τη μετάδοσή της.

Χαρακτηρίζεται από οξεία έναρξη με υψηλό πυρετό (>38,50 – 40 C), είναι διάρκειας 4-5 ημερών και μεταξύ των συμπτωμάτων της περιλαμβάνονται η έντονη κόπωση, η κακουχία, η ανορεξία, οι μυαλγίες, οι κεφαλαλγίες και οι αρθραλγίες. Μπορεί, επίσης, να συνυπάρχουν καταρροή, πονόλαιμος και μη παραγωγικός βήχας, ενώ στα παιδιά εμφανίζονται και συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όπως ναυτία, έμετοι και διάρροιες.

Η εμφάνιση των συμπτωμάτων παρατηρείται 1 έως 4 μέρες μετά την προσβολή από τον ιό και διαρκεί 2 έως 7 μέρες, ενώ ο βήχας διαρκεί συνήθως περισσότερο, κάποιες φορές έως και ένα μήνα. Κατά κανόνα, παρατηρείται αυτόματη βελτίωση σε 3-4 μέρες, και τα βαριά περιστατικά που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης και νοσηλείας αφορούν κυρίως στις ευπαθείς ομάδες. Στην περίπτωση αυτή, αρκετά συχνή και ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η επιδείνωση της κλινικής εικόνας, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό και παρατεινόμενο πυρετό (>40 C, >4 ημέρες), δύσπνοια, ταχύπνοια, κυάνωση, λιποθυμικά επεισόδια και επιδείνωση υποκείμενου χρόνιου νοσήματος. Στα παιδιά μπορεί να συνοδεύεται από άρνηση λήψης τροφής και υγρών, υπνηλία, διέγερση και σπασμούς.

Η αντιμετώπιση και θεραπεία στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτεί ανάπαυση και καλή διατροφή με άφθονα υγρά, αποφυγή του καπνίσματος και φαρμακευτική αγωγή με αντιπυρετικά-αναλγητικά. Πρέπει να τονιστεί ότι τα αντιβιοτικά δεν καταπολεμούν τους ιούς, ενώ οι αναστολείς της νευραμινιδάσης (ζαναμιβίρη, οσελταμιβίρη) χορηγούνται μόνο σε άτομα ευπαθή και με σοβαρά συμπτώματα, αφού στην περίπτωση αυτή προλαμβάνουν τις επιπλοκές και τη σοβαρή νόσο, αρκεί βέβαια να χορηγηθούν εγκαίρως (εντός δύο ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων).

Η πρόληψη συνίσταται στην τήρηση των βασικών κανόνων υγιεινής και τον αντιγριπικό εμβολιασμό. Απλά και πρακτικά μέτρα πρόληψης είναι η αποφυγή της στενής επαφής με άρρωστα άτομα, των οικογενειακών ή κοινωνικών συναθροίσεων, των μέσων μαζικής μεταφοράς και του συγχρωτισμού, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της έξαρσης. Επίσης, προτείνονται το συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών και η αποφυγή επαφής τους με το στόμα, τη μύτη και τα μάτια, καθώς και η κάλυψη με το χέρι στόματος-μύτης κατά το βήχα και τον πταρμό.

Καθώς ο ιός μεταλλάσσεται συχνά, ο αντιγριπικός εμβολιασμός εφαρμόζεται κάθε χρόνο στο διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, στους ευπαθείς ενήλικες (άνω των 60 ετών, με καρδιοαγγειακά ή αναπνευστικά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη, αλκοολισμό, κίρρωση, κακοήθη νοσήματα, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, δρεπανοκυτταρική αναιμία). Στα παιδιά κάτω των 9 ετών χορηγείται μια επαναληπτική δόση μετά από ένα μήνα. Χρειάζονται περίπου 2 εβδομάδες για τη δημιουργία των αντισωμάτων και η ανοσία, η οποία διαρκεί περίπου 6 μήνες, είναι αποτελεσματική στο 80% των εμβολιασθέντων. Το εμβόλιο είναι ασφαλές και δεν προκαλεί νόσο, ενώ μειώνει τις εισαγωγές στο νοσοκομείο και τους θανάτους από σοβαρές επιπλοκές.

Πνευμονία: πρόληψη και θεραπεία

Πνευμονία είναι κάθε φλεγμονή του πνευμονικού παρεγχύματος, η οποία οφείλεται σε κάποιο λοιμώδη παράγοντα. Τα τελευταία χρόνια είναι ευρέως αποδεκτή η ταξινόμηση της πνευμονίας σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: την πνευμονία της κοινότητας (ή εξωνοσοκομειακή πνευμονία), τη νοσοκομειακή πνευμονία και την πνευμονία σε ανοσοκατασταλμένους.

Η πνευμονία της κοινότητας αποτελεί κοινή και σοβαρή νόσο, αφού αποτελεί την έκτη σε συχνότητα αιτία θανάτου και τη συχνότερη αιτία θανάτου από τα λοιμώδη νοσήματα, παρά την ύπαρξη νέων αντιβιοτικών φαρμάκων κι εμβολίων. Η επίπτωσή της κυμαίνεται από 5-11 περιπτώσεις /1000 κατοίκους ανά έτος και σχετίζεται θετικά με την αύξηση της ηλικίας. Η εισαγωγή στο νοσοκομείο ποικίλει από 20-50% των ασθενών με πνευμονία της κοινότητας, ενώ αναδρομικές μελέτες καταγράφουν μια μέση θνητότητα 1-5% για εξωνοσοκομειακούς ασθενείς με πνευμονία.

Πιο ευπαθή είναι τα ηλικιωμένα άτομα (άνω των 65 ετών) και τα αυτά που πάσχουν από χρόνια νοσήματα, όπως χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσο, κακοήθη νοσήματα, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας και νευρολογικά νοσήματα, εξαιτίας της μείωσης των αμυντικών μηχανισμών του οργανισμού.

Η τυπική πνευμονία χαρακτηρίζεται από οξεία έναρξη, υψηλό πυρετό με ρίγος, βήχα παραγωγικό με βλεννοπυώδη απόχρεμψη, πλευριτικό άλγος, δύσπνοια, σημαντική λευκοκυττάρωση και έχει παθολογικά αντικειμενικά ευρήματα από την κλινική εξέταση του θώρακα, ενώ η επιβεβαίωση θα γίνει με την ακτινογραφία θώρακος. Συνήθως οφείλεται σε εξωκυττάρια βακτήρια, όπως ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας και ο αιμόφιλος της ινφλουέτζας.

Η άτυπη πνευμονία έχει σταδιακή έναρξη, πυρετό χωρίς ρίγος, μη παραγωγικό βήχα, μυαλγίες, κεφαλαλγία, ήπια λευκοκυττάρωση και συχνά λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Οφείλεται κυρίως σε ενδοκυττάρια βακτήρια (μυκόπλασμα, χλαμύδια, Legionella) και ιούς.

Η πνευμονία της κοινότητας είναι συχνά βακτηριακής αιτιολογίας και χρήζει θεραπείας με αντιβιοτική αγωγή, ενώ οι υπόλοιπες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού (όπως η βρογχίτιδα), συνήθως είναι αυτοπεριοριζόμενες νόσοι, που δεν απαιτούν αντιβιοτική αγωγή. Λόγω της σοβαρότητας της νόσου, η έναρξη της αντιμικροβιακής αγωγής κρίνεται άμεση, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η επιβεβαίωση του αιτιολογικού παράγοντα από τον εργαστηριακό έλεγχο. Έτσι, οι ασθενείς ξεκινούν εμπειρική θεραπεία, που βασίζεται στην αντιμετώπιση των πιο κοινών παθογόνων μικροοργανισμών.

Τέλος, στα προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πνευμονίας, τα άτομα υψηλού κινδύνου θα πρέπει να κάνουν τα εμβόλια του πνευμονιόκοκκου και της γρίπης, τα οποία είναι εξαιρετικά ασφαλή και αποτελεσματικά, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η διακοπή του καπνίσματος.

Συντάκτης Άρθρου

ΚΑΠΟΤΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΠΟΤΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Δείτε κι άλλα άρθρα του ιατρού