Λαβυρινθικές παθήσεις – ίλιγγος. Αντιμετώπιση

Λαβυρινθικές παθήσεις – ίλιγγος. ΑντιμετώπισηΣταύρος Κορρές
Ωτορινολαρυγγολόγος – Συνεργάτης ΙΑΣΩ,
Καθηγητής Νευροωτολογίας και Ακοολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Ίλιγγος είναι η ψευδαίσθηση της περιστροφής ή της κίνησης είτε του περιβάλλοντος σε σχέση με τον ασθενή, είτε του ασθενούς σε σχέση με το περιβάλλον και είναι το χαρακτηριστικό σύμπτωμα των παθήσεων του Αιθουσιαίου Συστήματος.

Είναι ένα από τα πιο δυσάρεστα συμπτώματα που μπορεί να βιώσι ο πάσχων και οι παθήσεις αυτές είναι άλλοτε περιφερικής και άλλοτε κεντρικής αιτιολογίας.

Η θεραπεία είναι διαφορετική για κάθε περίπτωση, ενώ κατά την οξεία φάση είναι σχεδόν πάντα συμπτωματική. Οι τρόποι αντιμετώπισης είναι: α) με φαρμακευτική αγωγή, β) με χειρισμούς – ασκήσεις, γ) αιτιολογικά και δ) με χειρουργικές επεμβάσεις. Τέλος, ε) σε μερικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή του φυσιολογικού μηχανισμού της αιθουσαίας αντιρρόπησης που επιτρέπει την αποκατάσταση της αιθουσαίας βλάβης σε εύλογο συνήθως χρονικό διάστημα.

Η αντιμετώπιση κατά την οξεία φάση σε όλες τις παθήσεις είναι πάντα φαρμακευτική με αντιιλιγγικά και αντιεμετικά σκευάσματα.

Συχνές περιφερικές αιθουσαίες παθήσεις

Ο καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος θέσεως (ΚΠΙΘ) αποτελεί τη συνηθέστερη περιφερική αιθουσαία πάθηση. Συνίσταται σε παροδικό, βραχείας διάρκειας ίλιγγο που προξενείται από ταχεία αλλαγή της θέσεως της κεφαλής και συνοδεύεται από χαρακτηριστικό παροξυσμικό νυσταγμό θέσεως.

Κατά τις ισχύουσες θεωρίες ωτοκονία αποκολλάται από τις ακουστικές κηλίδες και είτε μετακινείται ελεύθερα μέσα στους ημικύκλιους σωλήνες κατά τις κινήσεις της κεφαλής, είτε προσκολλάται στο τελικό κυπέλλιο. Η διάγνωση τίθεται εύκολα, με την εκτέλεση ειδικών διαγνωστικών δοκιμασιών, η δε θεραπεία είναι σε σημαντικό ποσοστό επιτυχής με ειδικές ασκήσεις – χειρισμούς που σκοπό έχουν την επανατοποθέτηση της ωτοκονίας στην αίθουσα.

Η νόσος Meniereχαρακτηρίζεται από υποτραπιάζοντα αυτόματο επεισοδιακό ίλιγγο, αυξομειούμενη βαρηκοϊα, αίσθημα ωτικής πλήρωσης ή πίεσης και εμβοές. Κατά την πάθηση αυτή υπάρχει αυξημένη ποσότητα έσω λέμφου μέσα στο λαβύρινθο. Η διάγνωση της νόσου βασίζεται κυρίως σε κλινικά κριτήρια. Σημαντική είναι η διαφορική διάγνωση από άλλες λαβυρινθικές, οπισθολαβυρινθικές ή κεντρικές αιθουσαίες παθήσεις, με παρόμοια συμπτωματολογία. Η θεραπεία της παθήσεως είναι συντηρητική, κυρίως με διουρητικά φάρμακα, ενώ επί αποτυχίας εφαρμόζονται ενδοτυμπανικές εγχύσεις, δηλαδή εγχύσεις είτε κορτικοστεροειδών είτε ωτοτοξικών φαρμάκων στο μέσο ους. Σπανίως είναι αναγκαία η χειρουργική θεραπεία, με αποσυμπίεση του ενδολεμφικού θύλακα, αιθουσαία νευρεκτομή ή λαβυρινθεκτομή.

Η αιθουσαία νευρίτιδα εμφανίζεται με κύριο σύμπτωμα τον αιφνίδιο, έντονο και παρατεταμένο ίλιγγο, διαρκείας αρκετών ημερών, με συνοδά συμπτώματα εκ του αυτονόμου νευρικού συστήματος και με απουσία ακοολογικών και νευρολογικών διαταραχών. Χαρακτηριστικά της νόσου είναι η παρουσία αυτομάτου νυσταγμού και η πλήρης ή μερική πάρση του πασχοντος λαβυρίνθου κατά τις θερμικές δοκιμαστίες της νυσταγμογραφίας. Η κλινική πορεία της νόσου διαφέρει. Πάντωςμ τα αρχικά έντονα συμπτώματα υποχωρούν εντός ολίγων ημερών, λόγω ενός μηχανισμού που ονομάζεται κεντρική αιθουσαία αντιρρόπηση. Η αντιμετώπιση κατά την αρχική φάση έχει σαν σκοπό την άμεση ανακούφιση του πάσχοντος από τα συμπτώματα, συνίσταται δε σε χορήγηση κατασταλτικών του λαβυρίνθου, αντιεμετικών και κορτικοστεροειδών. Απώτερος σκοπός είναι η διευκόλυνση της κεντρικής αιθουσαίας αντιρρόπησης το ταχύτερο δυνατόν, με κινητοποίηση του ασθενούς και ανάληψη όλων των καθημερινών δραστηριοτήτων του. Σε τούτο συμβάλλει η εκτέλεση ειδικών ασκήσεων αιθουσαίας αποκατάστασης.

Το ακουστικό νευρίνωμα ή αιθουσαίο σβάννωμα είναι ο συχνότερος από τους όγκους της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας. Πρόκειται για έναν καλοήθη όγκο που εξορμάται από το έλυτρο του Schwann συνήθως του αιθουσαίου νεύρου. Είναι προφανές ότι πρώτα συμπτώματα που θα παρατηρηθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορούν στην ακοή και την ισορροπία. Δεύτερο στη σειρά μετά την 8η εγκεφαλική συζυγία προσβάλλεται το τρίδυμο νεύρο με αποτέλεσμα σύστοιχη υπαισθησία. Μεγαλύτεροι όγκοι προκαλούν παρεκτόπιση της παρεγκεφαλίδος και του εγκεφαλικού στελέχους, με αποτέλεσμα επιδείνωση της αστάθειας και άλλων συμπτωμάτων όπως κεφαλαλγία, διαταραχές στην όραση λόγω αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης και διαταραχές στην όραση λόγω αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης και διαταραχές της λειτουργίας της 9ης, 10ης και 11ης εγκεφαλικής συζυγίας. Η αντιμετώπιση είναι κυρίως χειρουργική, τα τελευταία χρόνια όμως εφαρμόζεται και η στερεοτακτική ακτινοχειρουργική με ακίνες γ (γ- knife), μια αναίμακτη μέθοδος στην οποία ακτίνες γ κατευθύνονται με απόλυτη ακρίβεια στον όγκο – στόχο. Η ένταση των ακτίνων γ είναι τέτοια ώστε να προκαλεί τη ζητούμενη καταστροφή των ιστών στον όγκο – στόχο, ενώ η απορροφούμενη δόση στους ιστούς στην περιφέρεια του στόχου είναι ελάχιστη.

Κεντρικές αιθουσαίες παθήσεις

Βλάβη των κεντρικών αιθουσαίων οδών προκύπτει είτε α) από όγκους του κεντρικού νευρικού συστήματος (ενδογενείς – εξωγενείς, πρωτοπαθείς – μεταστατικοί), είτε β) από απομυελινωτικές παθήσεις όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, είτε γ) από οξείες ή χρόνιες αγγειακές παθήσεις. Συνηθέστερα τα οξέα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια αφορούν έμφρακτο της πρόσθιας και οπίσθιας παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, ενώ τα χρόνια, ανεπάρκεια της σπονδυλοβασικής. Η διάγνωση των ανωτέρω τίθεται ή επιβεβαιώνεται με απεικονιστικές μεθόδους, δηλαδή με αξονική αλλά κυρίως με μαγνητική τομογραφία.

Στην κατά πλάκας σκλήρυνση, ο ίλιγγος μπορεί να αποτελέσει το πρώτο σύμπτωμα. Συχνά όμως ίλιγγος εκδηλώνεται κατά την πορεία της νόσου. Η διάγνωση τίθεται με τη μαγνητική τομογραφία.

Όσον αφορά στις οξείες αγγειακές παθήσεις, το σύνδρομο Wallenberg οφείλεται σε θρόμβωση της οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας ή της σπονδυλικής αρτηρίας. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία και άλλων νευρολογικών ευρημάτων. Σε παρεγκεφαλιδικό έμφρακτο, λόγω θρόμβωσης ή εμβολής της πρόσθιας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, το κυριότερο διαγνωστικό εύρημα, το οποίο το χαρακτηρίζει και το διακρίνει και από την αιθουσαία νευρίτιδα και από το σύνδρομο Wallenberg, είναι η σημαντική μονόπλευρη νευροαισθητήρια βαρηκοϊα. Εννοείται και πάλι ότι χαρακτηριστική είναι η παρουσία και άλλων νευρολογικών ευρημάτων.

Τέλος, η χρόνια ανεπάρκεια της σπονδυλοβασικής αρτηρίας αποτελεί συχνή αιτία ιλίγγου στα ηλικιωμένα άτομα. Η βλάβη μπορεί να εντοπίζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος, όπου εκτός από τον ίλιγγο που οφείλεται σε ισχαιμία των αιθουσαίων πυρήνων, συνήθως εμφανίζονται συμπτώματα από διάφορα κρανιακά νεύρα. Η διάγνωση τίθεται στην περίπτωση αυτή με αγγειογραφία. Όταν η απόφραξη αφορά σε περιφερικούς κλάδους της σπονδυλοβασικής σοτυς οποίους η παράπλευρη κυκλοφορία είναι πολύ πτωχή, τα συμπτώματα περιορίζονται στις ανατομικές περιοχές του λαβυρίνθου που αιματώνονται από το συγκεκριμένο κλάδο και η διάγνωση γίνεται κυρίως με βάση το ιστορικό αγγειακής νόσου και τα κλινικά ευρήματα.

Συντάκτης Άρθρου

ΚΟΡΡΕΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
ΚΟΡΡΕΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

ΩΡΛ

Δείτε κι άλλα άρθρα του ιατρού